λεχαίου

λεχαίου
λεχαί̱ου , λεχαῖος
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Λεχαίου — Λέχαιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άσσου-Λεχαίου, δήμος — Νέος δήμος (9.850 κάτ.) του νομού Κορινθίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Άσσου, Κάτω Άσσου, Λεχαίου και Περιγιαλίου, ο οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Περιγιάλιο …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Λέχαιο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.952 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, 8 χλμ. Δ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άσσου Λεχαίου. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κολομπότσι. Αποτελεί αξιόλογο παραθεριστικό… …   Dictionary of Greek

  • Lugoj — La rue principale du centre ville …   Wikipédia en Français

  • Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …   Deutsch Wikipedia

  • DIOLCOS — Hesych. Δίολκος ὁ ἀπὸ Λεχαίου ἕως Κεγχρεῶν τόπος. Vide Voss. ad Melaml. l. 2. c. 3 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άσσος — I Αρχαία πόλη της Μυσίας, απέναντι από τη Λέσβο. Πρωτεύουσα των Λελέγων πριν από το 1000 π.Χ., έγινε έπειτα αποικία των Μηθυμναίων. Κυριεύτηκε από τους Λυδούς το 560 π.Χ. και από τους Πέρσες το 549 π.Χ. Μετά τους Μηδικούς πολέμους και έως το 405… …   Dictionary of Greek

  • σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ …   Dictionary of Greek

  • Αγία Μαρίνα — I Τοπωνύμια στον ελλαδικό χώρο. 1. To λιμάνι της Λέρου στο Ν τμήμα του όρμου της Άλινδας. 2. Όρμος και ακρωτήριο στην Αττική απέναντι στα μικρά νησιά Στύρα και Καβαλιανή του νότιου Ευβοϊκού. 3. Όρμος και ακρωτήριο στην Αίγινα. 4. Όρμος και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”